- ευκλήματος
- εὐκλήματος, -ον (Α)(για αμπέλι) αυτός που έχει καλά, θαλερά κλήματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευκληματώ — εὐκληματῶ, έω (ΑΜ) [ευκλήματος] (για αμπέλι) έχω καλά, θαλερά κλήματα («ἄμπελος εὐκληματοῡσα Ἰσραήλ», ΠΔ) … Dictionary of Greek